αυτόγυρο(ν)

αυτόγυρο(ν)
το уст. автожир

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αυτόγυρο(ν)" в других словарях:

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • στροφοανεμόπτερο — το, Ν (αερον.) αυτόγυρο χωρίς κινητήρα που, ελκόμενο από αυτοκίνητο, τροχοδομεί προς απογείωση και, αφού αποδεσμευθεί, εκτελεί αυτόνομη ανεμοπορική πτήση με αυτοπεριστροφή τού στροφείου …   Dictionary of Greek

  • Λα Θιέρβα Κοντόρνιου, Χουάν ντε- — (Juan de La Cierva Codorniu, Μούρθια Ισπανίας 1895 – Λονδίνο 1936). Ισπανός μηχανικός, μελετητής των προβλημάτων της αεροναυτικής. Το 1917 σχεδίασε το πρώτο ισπανικό τρικινητήριο αεροπλάνο και το 1923 δοκίμασε με επιτυχία, κοντά στη Μαδρίτη, τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»